- κολοιτία
- κολοιτίᾱ , κολοιτίαtreefem nom/voc/acc dualκολοιτίᾱ , κολοιτίαtreefem nom/voc sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κολοιτία — και έα και κολουτέα και κοιλώτεα, ἡ (Α) 1. είδος δένδρου 2. είδος ιτέας. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ.] … Dictionary of Greek
κολοιτίαν — κολοιτίᾱν , κολοιτία tree fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κολουτέα — (Colutea). Γένος δικοτυλήδονων φυτών της οικογένειας των ψυχανθών. Περιλαμβάνει περίπου 26 είδη φυλλοβόλων θάμνων ή μικρών δέντρων, ιθαγενή της Ευρώπης και της Ασίας. Το πιο συνηθισμένο είδος στην Ελλάδα είναι η κ. η δενδρώδης, γνωστή και με τις… … Dictionary of Greek